- σιδηρότευκτος
- σιδηρό-τευκτος, von, aus Eisen gemacht, mit, durch Eisen gemacht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σιδηρότευκτος — η, ο / σιδηρότευκτος, ον, ΝΜΑ κατασκευασμένος από σίδηρο, σιδηροπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χαλκό τευκτος] … Dictionary of Greek
σιδηρότευκτον — σιδηρότευκτος wrought of iron masc/fem acc sg σιδηρότευκτος wrought of iron neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροτεύκτῳ — σιδηρότευκτος wrought of iron masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… … Dictionary of Greek